Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγρόμενος — ἀγρόμενος, ο (Α) συγκεκομμένος τύπος μετοχής τού ἀγείρω* … Dictionary of Greek
ἀγρόμενος — ἀγείρω gather together aor part mid masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)